εκδικιέμαι

εκδικιέμαι
εκδικούμαι мстить;
-' τον φόνρν мстить за убийство;

εκδικιέμαι τούς εχθρούς μου — мстить своим врагам;

θα τον εκδικηθώ! я ему отомщу!

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκδικιέμαι" в других словарях:

  • εκδικιέμαι — εκδικιέμαι, εκδικήθηκα βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που …   Dictionary of Greek

  • εκδικούμαι — εκδικούμαι, εκδικήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. εκδικιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκδικούμαι — και εκδικιέμαι εκδικήθηκα, μτβ. και αμτβ., ανταποδίνω αδικία ή προσβολή που μου έγινε, παίρνω εκδίκηση, γδικιέμαι: Εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»